-
1 φλύᾱρος
φλύᾱρος, ον, ionisch φλύηρος, 1) geschwätzig, Possen redend, albern, Plat. Ax. 369 b. – 2) ὁ φλύαρος, unnützes Geschwätz, Possen, τἄλλα πάντ' ἐστὶ φλύαρος Ar. Nubb. 364; Plat. Ax. 365 e; Strab. u. Folgde, wie Plut. Alc. 34.
-
2 φλύᾱρος
-
3 πολυ-φλύᾱρος
πολυ-φλύᾱρος, sehr geschwätzig, Phot.
-
4 ἀ-φλύᾱρος
ἀ-φλύᾱρος, nicht geschwätzig, M. Anton. 5, 5.
-
5 στόμ-αργος
στόμ-αργος, = στόμαλγος, στομαλγής; Aesch. Spt. 429; Soph. El. 597; τὴν σὴν στόμαργον γλωσσαλγίαν, Eur. Med. 525; Suid. erkl. φλυαρός; entweder von ἀργός od. μάργος abzuleiten, od. richtiger als att. Buchstabenvertauschung zu betrachten; vgl. γλώσσαλγος.
-
6 φλυηρέω
φλυηρέω, ion. = φλύαρος, φλυαρέω.
-
7 φλυᾱρολόγος
φλυᾱρολόγος, = φλύαρος, Possen redend (?).
-
8 φλύαξ
φλύαξ, ᾱκος, ὁ, dor. Form für φλύαρος, 1) unnützes Geschwätz, Possen, Schnurren. – 2) eine eigene Art Possenspiel, als dessen Erfinder Rhinthon genannt wird, auch φλύακες τραγικοί und ἱλαροτραγῳδία, wahrscheinlich eine Art travestirter Tragödie, Nossis 42 (VII, 414). – 3) der Schwätzer, Possenreißer, Ath. 621 f.
-
9 φλύος
-
10 εὑρεσί-λογος
εὑρεσί-λογος (s. über den Accent Lob. zu Phryn. 770), geschickt im Auffinden u. Ersinnen von Gründen u. Worten, beredt, D. L. 4, 37 ἦν εὑρεσιλογώτατος ἀπαντῆσαι εὐστόχως; VLL. erkl. φλύαρος.
-
11 ἄ-στεγος
ἄ-στεγος ( στέγη), 1) ohne Dach, unbedeckt, Phocyl.; VLL. – 2) nach B.A. 454 u. Suid. ὁ φλύαρος καὶ ἀνυπομόνητος; (von στέγω) nicht festhaltend, nicht bewahrend, ἄστεγος χείλεσιν LXX. – Bei Diosc. steht ἄστεγνος ὄγκος, unerträglich.
-
12 ἀφλύᾱρος
-
13 πολυφλύᾱρος
См. также в других словарях:
φλύαρος — (I) η, ο / φλύαρος, ον, ΝΜΑ (για πρόσ.) αυτός που λέει φλυαρίες, πολυλογάς, σαχλαμάρας μσν. αρχ. ευήθης, ανόητος, χαζός αρχ. 1. (για λόγους, σκέψεις, εκδηλώσεις) ανόητος. επίρρ... φλύαρα / φλυάρως, ΝΜΑ με φλύαρο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ουσ. φλύαρος ως … Dictionary of Greek
φλύαρος — φλύᾱρος , φλύαρος silly talk masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλύαρος — η, ο αυτός που λέει φλυαρίες, αυτός που μιλάει πολλά και χωρίς να σκέφτεται, πολυλογάς, αερολόγος, φαφλατάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλυαρώ — φλυαρῶ, έω, ΝΑ, και ιων. τ. φλυηρῶ Α λέω πολλά και περιττά, λέω φλυαρίες, είμαι φλύαρος, είμαι πολυλογάς νεοελλ. 1. συζητώ ασήμαντα πράγματα αρχ. 1. (μτβ.) ξεστομίζω πολλές ανοησίες εις βάρος ενός ατόμου 2. (κατ επέκτ.) ενεργώ με ανόητο τρόπο 3.… … Dictionary of Greek
-αξ — (ΑΝ)· [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματική κατάληξη χρησιμοποιούμενη στον σχηματισμό υστερογενών παραγώγων. Προέρχεται από το ΙΕ. επίθημα k και την επέκτασή του σε θεματικό ko, που ήταν από τα πιο παραγωγικά επιθήματα της ΙΕ. Πρβλ. μείραξ «κορίτσι»: σανσκρ. marya… … Dictionary of Greek
λαλώ — έω και άω (AM λαλῶ, έω) 1. λέγω (α. «εἶπα καὶ ἐλάλησα ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω» β. «αὐτοῡ ἀκούσεσθε κατὰ πάντα ὅσα ἄν λαλήσῃ πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) 2. έχω έναρθρο λόγο, ομιλώ, εκφράζομαι προφορικά («λαλεῑ οὐθὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου», Αριστοτ.) 3. (για… … Dictionary of Greek
οξυλάλος — ὀξυλάλος, ον (Α) 1. αυτός που μιλά γρήγορα, φλύαρος 2. ετοιμόλογος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + λάλος «ομιλητικός, φλύαρος» (πρβλ. ηδυ λάλος)] … Dictionary of Greek
πολύλαλος — η, ο / πολύλαλος, ον, ΝΑ πολυλογάς, φλύαρος («οὐ πολύλαλος, ἀλλά πολύνους», Πλωτίν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + λάλος «φλύαρος» (< λαλῶ), πρβλ. οξύ λαλος) … Dictionary of Greek
πρόλαλος — ον, Α φλύαρος, πολυλογάς, αερολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + λάλος «φλύαρος»] … Dictionary of Greek
στωμύλος — η, ο / στωμύλος, ον, ΝΜΑ, και στομύλος, θηλ. και ύλη Α 1. (για πρόσ.) ομιλητικός, λάλος, ευφραδής, εύγλωττος 2. (για λόγο) ευχάριστος, γλαφυρός αρχ. φλύαρος. επίρρ... στωμύλως ΝΜΑ κατά τρόπο που αρμόζει σε στωμύλο, με στωμυλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης… … Dictionary of Greek
φιλόλαλος — ον, Α 1. αυτός που τού αρέσει να μιλά («φιλήκοος μᾱλλον ἤ φιλόλαλος», Διογ. Λαέρ.) 2. (με αρνητική σημ.) φλύαρος, πολυλογάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + λάλος «φλύαρος, πολυλογάς»] … Dictionary of Greek