Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

φλυαρίαι

См. также в других словарях:

  • φλυαρίαι — φλυᾱρίαι , φλυαρία nonsense fem nom/voc pl φλυᾱρίᾱͅ , φλυαρία nonsense fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλυαρία — η, ΝΑ [φλύαρος] ασήμαντη και ανόητη πολυλογία νεοελλ. 1. ανοησία 2. χαλαρή συζήτηση για θέματα ήσσονος ενδιαφέροντος αρχ. στον πληθ. αἱ φλυαρίαι ανόητα πράγματα («περὶ σιτία καὶ ποτὰ καὶ ἰατροὺς καὶ φλυαρίας», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»