Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

φλυαρία

  • 1 φλυαρια

        ἥ пустяки, вздор, пустая болтовня
        

    (καπνὸς καὴ φ. Plat.; παιδιαὴ καὴ φλυαρίαι Plut.)

    Древнегреческо-русский словарь > φλυαρια

  • 2 φλυαρία

    η
    1) болтливость; 2) пустословие; болтовня

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φλυαρία

  • 3 φλυαρία

    [флиариа] ουσ θ болтливость, пустословие.

    Эллино-русский словарь > φλυαρία

  • 4 φλυαρος

        ὅ
        1) Arph., Plat., Plut. = φλυαρία См. φλυαρια
        2) пустомеля, болтун Plat.

    Древнегреческо-русский словарь > φλυαρος

  • 5 αβυθος

         ἄβυθος
        2
        досл. бездонный, перен. нескончаемый
        

    (φλυαρία Plat.)

    Древнегреческо-русский словарь > αβυθος

  • 6 διωλυγιος

        2
         (ῠ)
        1) издалека звучащий, далеко слышный
        

    (φλυαρία Plat.; πνεῦμα αὐλοῦ Anth.)

        2) далеко простирающийся, огромный, безмерный
        

    (μήκη Plat.)

    Древнегреческо-русский словарь > διωλυγιος

  • 7 θνητος

         θνητός
        дор. θνᾱτός 3, редко 2
        1) смертный, подверженный, т.е. подвластный смерти
        

    (γένος Plat.)

        οἱ θνητοί — смертные, т.е. (живые) люди;
        τὰ θνητά Her. — живые существа, животные

        2) смертный, свойственный смертным, человеческий
        

    (ἔργματα Eur.; φλυαρία Plat.; δυσχέρεια Arst.)

        θνατὰ θνατοῖσι πρέπει Pind. — смертное смертным и приличествует;
        θνητὰ φρονεῖν Eur.думать о смертных (земных) делах

    Древнегреческо-русский словарь > θνητος

  • 8 καπνος

         καπνός
        ὅ
        1) дым
        

    (ἐκ χλωρῶν ξύλων Arst.; τῶν θυμιαμάτων NT.)

        σημαίνειν καπνῷ πυρός Aesch.давать сигнал дымом от костра

        2) перен. (усил. καπνοῦ σκιά Aesch., Soph.) дым, бесплотный призрак, ничто
        

    κ. καὴ φλυαρία Plat. — пустая болтовня;

        περὴ καπνοῦ στενολεσχεῖν Arph. — препираться о пустяках;
        γραμμάτων καπνοί Eur. — призрачная ученость, ложная наука

    Древнегреческо-русский словарь > καπνος

  • 9 ακατάσχετος

    η, ο [ος, ον ]
    1) неудержимый;

    ακατάσχετη αιμορραγία — сильное кровотечение;

    ακατάσχετη φλυαρία — безудержная болтовня;

    2) юр. неконфискованный; неконфискуемый

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ακατάσχετος

  • 10 ρημάζω

    (αόρ. (ε)ρήμαξα) 1. μετ. опустошать; разорять; разрушать;
    § μας ρήμαξε στη δουλειά (στη φλυαρία) он нас извёл работой (болтовнёй); τον ρήμαξε στο ξύλο он его здорово отдубасил; 2. αμετ. 1) быть опустошённым, разорённым; 2) разрушаться, приходить в негодность; прихо- дить в запустение, в упадок; § ρήμαξα στην πείνα я умираю с голоду

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ρημάζω

  • 11 στην

    στον, στούς и т. п.) πρόθ. I με αίτιατ.
    1) (при обознач. направления действия, движения) в, к; на; πάμε στο καφενείο пошли в кафе; τα παράθυρα τού δωματίου μου βλέπουν στον κήπο окна моей комнаты выходят в сад; δεν εγύρισε τα μάτια της σε μένα она не взглянула на меня; πήγε στον πεθερό του он пошёл к тестю; πηγαίνω στο σπίτι я иду домой; σκαρφάλωσα στο βουνό взбираться на гору; 2) (при обознач, места) в; на; за; по; под; φυτεύω πατάτες στο περιβόλι сажать картофель в огороде; μένω στην λεωφόρο Συγγρού я живу на проспекте Сингру; κάθομαι στο τραπέζι сидеть за столом; σε όλον τον κόσμο по всему свету, во всём мире, везде; σέ όλον τον κόσμο είναι γνωστό... всему миру известно...; κάνω βόλτα στην πόλη гулять по городу; ήταν ξαπλωμένος σ' ένα δέντρο он лежал под деревом; η γη στριφογυρίζει στα πόδια μου у меня земля уходит из-под ног; 3) (при обознач, расстояния между чём-л.) до; από το ένα πεζοδρόμιο στο άλλο от одного тротуара до другого; από την μιά πόλη στην άλλη от одного города до другого; 4) (при обознач, времени, периода, срока) в; через; στα χίλια εννεακόσια εβδομήντα έξι в тысяча девятьсот семьдесят шестом току; στίς τρείς το πρωί в три часа утри; στα νιάτα (γηρατειά) μου в юности (старости); στον καιρό του в своё время; σε λίγο скоро; σε μισή ώρα через полчаса; σε δέκα μέρες через десять дней; στίς πέντε τού Γενάρη пятого января; 5) (при обознач, стоимости) за; на; τρία στη δραχμή три штуки на одну драхму; 6) (при обознач, способа оплаты): πληρώθηκα σε δολλάρια мне заплатили долларами; πληρώνω σε χρήμα (είδος) платить деньгами (натурой); 7) (при обознач, области, сферы проявления признака, свойства, а тж. области какого-л. действия) в; по; είναι μάστορης στο τάβλι он большой мистер игры в тавли; στα καλαμπούρια δεν τον παραβγαίνει κανείς в каламбурах ему нет равных; στο μπόι είναι πιο κοντός απ' όλους он меньше всех ростом; καλλίτερος σε ποιότητα лучший по качеству; είναι ξακουσμένη στην ομορφιά она известна своей красотой; είναι γιατρός στο επάγγελμα он врач по профессии; οι στρατιώτες ασκρύνται στη σκοποβολή солдаты упражняется в стрельбе; βρίσκομαι στην εξουσία стоять у власти; 8) (при сопоставлении) в; по; αυτό είναι ανώτερο στην αξία это дороже; σε τί είσαι καλύτερος από μένα; чем ты лучше меня?; είμαι μεγαλύτερος στα χρόνια από σένα по годом я старше тебя; 9) (при обознач, деления на части) на; в; χωρίζω σε ίσα μέρη (στα εφτά) делить на равные части (на семь); σχίζομαι σε δυό расколоться пополам; σπάζω σε τρία κομμάτια разбиваться на три части; 10) (при обознач, состояния или перехода в какое-л. состояние) в; στην ακμή в расцвете сил; στον ύπνο μου во сне; μετατρέπω σε ερείπια превращать в развалины; 11) (при указании на форму) в; δράμα σε στίχους драма в стихах; κωμωδία σε τρείς πράξεις комедия в трёх действиях; 12) (при обознач, цели) на; τον έχω καλέσει σε γεύμα я его пригласил на обед; πηγαίνω σε κυνήγι иду на охоту; 13) (при обознач, образа действия): αρρώστησε στα καλά он тяжело заболел; ερωτεύομαι στα σωστά влюбиться не на шутку; στα γεμάτα интенсивно; βρέχει στα γεμάτα дождь зарядил; τελειώνω τη δουλειά στα πεταχτά кончать работу очень быстро; κλαίω στα ψέματα притворяться плачущим, плакать понарошку; 14) (при обознач, орудия и средства действия): με πέθανε στη φλυαρία она меня уморила своей болтовнёй; τον τσάκισαν στο ξύλο его сильно избили палками; 15) (при обознач, объединения, слияния) в; ένωσαν δυό δήμους σ' έναν объединили два дима в один; 16) (при обознач, превращения, перевода): μεταφράζω από τα ελληνικά στα ρωσσικά переводить с греческого на русский; ο ποιητής μετατράπηκε σε μεταφραστή поэт стал переводчиком; μετέτρεψα τα δολλάρια σε δραχμές я обменял доллары на драхмы; 17) (при обращении) к, в; απευθύνομαι στον υπουργό (στο υπουργείο) обращаться к министру (в министерство); 18) (при указании на источник) у; ράβω στον ράφτη шить у портного; 19) (при выражении пожелания): στο καλό! счастливо!, счастливого пути!; στην υγεία

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > στην

См. также в других словарях:

  • φλυαρία — φλυᾱρίᾱ , φλυαρία nonsense fem nom/voc/acc dual φλυᾱρίᾱ , φλυαρία nonsense fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλυαρίᾳ — φλυᾱρίαι , φλυαρία nonsense fem nom/voc pl φλυᾱρίᾱͅ , φλυαρία nonsense fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλυαρία — η, ΝΑ [φλύαρος] ασήμαντη και ανόητη πολυλογία νεοελλ. 1. ανοησία 2. χαλαρή συζήτηση για θέματα ήσσονος ενδιαφέροντος αρχ. στον πληθ. αἱ φλυαρίαι ανόητα πράγματα («περὶ σιτία καὶ ποτὰ καὶ ἰατροὺς καὶ φλυαρίας», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • φλυαρία — η 1. ανόητη πολυλογία, μωρολογία, περιττολογία, φαφλατάρισμα, φαφλατιό. 2. άσκοπος λόγος, ανώφελη κουβέντα, μωρία, ανοησία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταληρώ — καταληρῶ, έω (Α) 1. ενοχλώ υπερβολικά κάποιον με τη φλυαρία μου 2. με τη φλυαρία μου ξεχνιέμαι και χάνω κάτι («καταληρεῑν τὴν ἐξωμίδα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ληρῶ «φλυαρώ, μωρολογώ»] …   Dictionary of Greek

  • λέσχη — Ίδρυμα προορισμένο για την επιδίωξη πολιτικών ή κοινωνικών σκοπών, ή για την ψυχαγωγία ατόμων με τα ίδια ενδιαφέροντα, καθώς και το εντευκτήριο του ιδρύματος αυτού. Ιστορία. Η λ. στην αρχαία Ελλάδα ήταν ένα δημόσιο οίκημα με ελεύθερη είσοδο. Στην …   Dictionary of Greek

  • λόγια — τα (Μ λόγια) 1. λέξεις ή φράσεις, κουβέντες, λόγοι 2. φρ. α) «με δυο λόγια» ή «με λίγα λόγια» κοντολογίς β) «χάνω τα λόγια μου» μάταια προσπαθώ να πείσω νεοελλ. φρ. α) «κακά λόγια» αισχρολογίες, βωμολοχίες β) «καλά λόγια» επαινετικοί λόγοι γ)… …   Dictionary of Greek

  • παρλαπίπα — η 1. φλυαρία, πολυλογία, πάρλα 2. ανόητα, ανούσια λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < γερμ. paperlapapp «φλυαρία» κατ επίδραση τού πάρλα] …   Dictionary of Greek

  • πρόλεσχος — ον, Α (ποιητ. τ.) ο έτοιμος για φλυαρία, ο πρόθυμος για κουβέντα («καὶ μὴ πρόλεσχος μηδ ἐφολκὸς ἐν λόγῳ γένῃ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + λεσχος (< λέσχη «λόγος, φλυαρία»), πρβλ. ἔλ λεσχος] …   Dictionary of Greek

  • φλέος — (I) ὁ, Α βλ. φλέως. (II) Α (κατά τον Ησύχ.) «βασκανία, φθορά». [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. ο οποίος αποτελεί πιθ. παρ. τού ρ. φλέω με σημ. «φλυαρώ» (βλ. λ. φλέω), οπότε αρχική σημ. της λ. θα ήταν μια σημ. «φλυαρία, λόγια συκοφαντικά, βλαβερά». Το γένος… …   Dictionary of Greek

  • φλύαρος — (I) η, ο / φλύαρος, ον, ΝΜΑ (για πρόσ.) αυτός που λέει φλυαρίες, πολυλογάς, σαχλαμάρας μσν. αρχ. ευήθης, ανόητος, χαζός αρχ. 1. (για λόγους, σκέψεις, εκδηλώσεις) ανόητος. επίρρ... φλύαρα / φλυάρως, ΝΜΑ με φλύαρο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ουσ. φλύαρος ως …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»