Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

διωλύγιος

См. также в других словарях:

  • διωλύγιος — διωλύγιος, ον (Α) 1. εκτεταμένος, υπερμεγέθης 2. (για ήχο) οξύς, διαπεραστικός …   Dictionary of Greek

  • διωλύγιος — immense masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διωλυγίων — διωλύγιος immense fem gen pl διωλύγιος immense masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διωλύγιον — διωλύγιος immense masc acc sg διωλύγιος immense neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διωλυγίης — διωλύγιος immense fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διωλυγίους — διωλύγιος immense masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διωλυγίῳ — διωλύγιος immense masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διωλύγια — διωλύγιος immense neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διωλύγιαι — διωλύγιος immense fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διωλύγιοι — διωλύγιος immense masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωλύγιος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὠλυγιων, σκοτεινῶν, κακῶν, μακρῶν ὀξέων, μεγάλων». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί πιθ. ως πρωτότυπο τού διωλύγιος, αβέβαιης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»