-
1 διωλυγιος
См. также в других словарях:
διωλύγιος — διωλύγιος, ον (Α) 1. εκτεταμένος, υπερμεγέθης 2. (για ήχο) οξύς, διαπεραστικός … Dictionary of Greek
διωλύγιος — immense masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωλυγίων — διωλύγιος immense fem gen pl διωλύγιος immense masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωλύγιον — διωλύγιος immense masc acc sg διωλύγιος immense neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωλυγίης — διωλύγιος immense fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωλυγίους — διωλύγιος immense masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωλυγίῳ — διωλύγιος immense masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωλύγια — διωλύγιος immense neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωλύγιαι — διωλύγιος immense fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωλύγιοι — διωλύγιος immense masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωλύγιος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὠλυγιων, σκοτεινῶν, κακῶν, μακρῶν ὀξέων, μεγάλων». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί πιθ. ως πρωτότυπο τού διωλύγιος, αβέβαιης ετυμολ.] … Dictionary of Greek