Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

φλυάρως

См. также в других словарях:

  • φλυάρως — ΜΑ επίρρ. βλ. φλύαρος …   Dictionary of Greek

  • φλυάρως — φλυά̱ρως , φλύαρος silly talk masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλύαρος — (I) η, ο / φλύαρος, ον, ΝΜΑ (για πρόσ.) αυτός που λέει φλυαρίες, πολυλογάς, σαχλαμάρας μσν. αρχ. ευήθης, ανόητος, χαζός αρχ. 1. (για λόγους, σκέψεις, εκδηλώσεις) ανόητος. επίρρ... φλύαρα / φλυάρως, ΝΜΑ με φλύαρο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ουσ. φλύαρος ως …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»