-
1 φλυάρως
φλυά̱ρως, φλύαροςsilly talk: masc acc pl (doric) -
2 φλύαρος
A silly talk, foolery, nonsense,τἄλλα πάντ' ἐστὶ φ. Ar.Nu. 365
(anap.), cf. Men.541.2, Pl.Ax. 365e, Plu.Cic.2, etc.: pl., fooleries,πολλῶν φλυάρων καὶ ταὧν ἀντάξια Stratt.27
.II tattler, babbler, Pl.Ax. 369a, 1 Ep.Ti.5.13, Str.1.2.5, etc.: as Adj.,ἡ φ. φιλοσοφία LXX 4 Ma.5.10
;φ. λόγος D.H.Comp.26
;φ. γλῶττα Alciphr.3.69
: [comp] Comp.φλυαρότερος Arr.Epict.2.19.10
. Adv. φλυάρως Sch.Ar.V. 855.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φλύαρος
См. также в других словарях:
φλυάρως — ΜΑ επίρρ. βλ. φλύαρος … Dictionary of Greek
φλυάρως — φλυά̱ρως , φλύαρος silly talk masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλύαρος — (I) η, ο / φλύαρος, ον, ΝΜΑ (για πρόσ.) αυτός που λέει φλυαρίες, πολυλογάς, σαχλαμάρας μσν. αρχ. ευήθης, ανόητος, χαζός αρχ. 1. (για λόγους, σκέψεις, εκδηλώσεις) ανόητος. επίρρ... φλύαρα / φλυάρως, ΝΜΑ με φλύαρο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ουσ. φλύαρος ως … Dictionary of Greek