-
1 καταφλογοειδης
-
2 φλογοειδης
21) горящий, пылающий, яркий(λαμπάς Plut.)
2) горящий как жар, сверкающий(αἰχμαί, ὅπλα Plut.)
3) жгучий(τὸ πνεῦμα Plut.)
4) похожий на огонь, огненный(τὸ χρῶμα Arst.)
См. также в других словарях:
ιχωροειδή — ἰχωροειδής, ές (Α) αυτός που μοιάζει με ιχώρα, με πύο ή με ορό, πυώδης, ορώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχώρ, ἰχῶρος + ειδής (πρβλ. φλογο ειδής, χολο ειδής)] … Dictionary of Greek