-
1 φλογοβαφή
φλογοβαφήςflame-coloured: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)φλογοβαφήςflame-coloured: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)φλογοβαφήςflame-coloured: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
2 φλογοβαφῆ
φλογοβαφήςflame-coloured: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)φλογοβαφήςflame-coloured: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)φλογοβαφήςflame-coloured: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
3 закалка
тех. 1. (нагрев материалов и последующее их быстрое охлаждение) η βαφή, η σκλήρυνση- с охлаждением в масле - με ψύξη στο έλαιο/λάδι2. (резкое охлаждение) η ψύξη/σβέση (διά της εμβάπτισης)- с охлаждением в соляном растворе - με ψύξη σε διάλυμα/λουτρό άλατοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > закалка
-
4 Παρθικά
A = φλογοβαφῆ δέρματα, Lyd.Mag.2.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Παρθικά
См. также в других словарях:
φλογοβαφῆ — φλογοβαφής flame coloured neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) φλογοβαφής flame coloured masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) φλογοβαφής flame coloured masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρθικός — ή, ό / παρθικός, ή, όν, ΝΜΑ [Πάρθοι] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Πάρθους («παρθική γλώσσα» μεσαιωνική ιρανική γλώσσα η οποία προερχόταν από την αρχαία επαρχία τής Παρθίας) μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Παρθικά (κατά τον Ιω. Λυδ.)… … Dictionary of Greek