-
1 φλαμέντας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φλαμέντας
См. также в других словарях:
φλαμήν — ό, πληθ. φλάμονες και φλάμινες και φλαμίνιοι, Α φλαμέντας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. flamen «στεφανηφόρος»] … Dictionary of Greek
1 φλαμέντας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φλαμέντας
φλαμήν — ό, πληθ. φλάμονες και φλάμινες και φλαμίνιοι, Α φλαμέντας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. flamen «στεφανηφόρος»] … Dictionary of Greek