-
1 φιττάκια
-
2 φιττάκια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιττάκια
-
3 πιστάκια
-
4 πιστάκιον
A pistachio-nut, Nic.Th. 891, Dsc.1.124, Gp.10.3.3: written [full] βιστάκιον, Posidon.3 J.; [full] φιττάκια, v.l. in Nic. l.c. (ap.Ath.14.649e; also [full] ψιττάκια ib. c, and in Gp.10.12.1).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πιστάκιον
-
5 φιττακίδες
φιττακίδες, αἱ, a kind ofGreek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιττακίδες
См. также в других словарях:
φιττάκια — τὰ, ΜΑ (αιολ. τ.) βλ. πιστάκι … Dictionary of Greek
πιστάκι — το / πιστάκιον, ΝΜΑ, και τ. πληθ. φιττάκια και ψιττάκια ΜΑ, και βιοτάκιον και τ. πληθ. φιστάκια Α ο καρπός τού φυτού πιστακία, το φιστίκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιστάκη*. Οι τ. φιττάκιον, ψιττάκιον και βιστάκιον αποτελούν διαφορετικές γρφ. τού πιστάκιον] … Dictionary of Greek