-
1 φιτρός
-
2 φιτρός
-
3 λύγος
λύγος, ἡ, selten ὁ, jeder junge, biegsame, zum Flechten geeignete Zweig, neben κλάδος u. φιτρός genannt, Arist. plant. 1, 4; τοὺς ἀκέων συνέεργον ἐϋστρεφέεσσι λύγοισιν Od. 9, 427, wo der Schol. erkl. ἱμαντῶδες φυτόν, wie ἐγὼ σπασάμην ῥῶπάς τε λύγους τε 10, 166; aber Il. 11, 105, δίδη μόσχοισι λύγοισι, scheint es adj., biegsam, zu sein; und sonst bei Sp., vgl. Agath. 85 (VII, 204), οὐκέτι – πέρδιξ, πλεκτὸς λεπ ταλέαις οἶκος ἔχει σε λύγοις, ein geflochtener Käfig. – Schol. Plat. Rep. III, 143 erkl. μάστιγες; vgl. Suid. – Zu Kränzen gebraucht, λύγος, ἀρχαῖον Καρῶν στέφος, Nicaenet. bei Ath. XV, 673 b, wo auch aus Anacr. angeführt ist στεφανοῠταί τε λύγῳ. – Nach Schol. Od. a. a. O. war ὁ λύγος bei den Attikern = ἅγνος, eine bestimmte Weidenart. – Λυγός aber ist nach Hesych. στρεβλωτήριον ὄργανον, eine Schraube der Tischler, geleimtes Holz darein zu spannen. – Und τὸ λύγος nach E. M. = σκότος. Vgl. λύγη.
См. также в других словарях:
φιτρός — block of wood masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιτρός — ὁ, Α 1. κορμός δέντρου 2. (στον Όμ.) κομμάτι ξύλου 3. δαυλός. [ΕΤΥΜΟΛ. Επικός τ. αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. φι τρός ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *bhei /*bhī «χτυπώ» (πρβλ. αρμ. bir «κοντό και στρογγυλό ξύλο, κούτσουρο, ρόπαλο», καθώς και το… … Dictionary of Greek
φιτροῖσιν — φιτρός block of wood masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιτροί — φιτρός block of wood masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιτροῦ — φιτρός block of wood masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιτρούς — φιτρός block of wood masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιτρῶν — φιτρός block of wood masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιτρῷ — φιτρός block of wood masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιτρόν — φιτρός block of wood masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
бить — бью, укр. бити, др. русск., ст. слав. бити, болг. бия, сербохорв. би̏ти, би̏jе̑м, словен. biti, bȋjem, чеш. biti, biji, польск. bic, biję, в. луж. bic, biju, н. луж. bis, bijom. Родственно д. в. н. bīhal топор , также bil, арм. bir дубинка,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
bhei(ǝ)-, bhī- (*bher-) — bhei(ǝ) , bhī (*bher ) English meaning: to hit Deutsche Übersetzung: ‘schlagen” Material: Av. byente “ they fight, hit” (H. Lommel KZ. 67, 11); Arm. bir “ big stick , club, mace, joint” (*bhi ro ); Gk. φῑτρός m. “tree truck,… … Proto-Indo-European etymological dictionary