1 φιξάρισμα
φιξάρισμα φωτογραφικής πλακός — закрепление фотопластинки
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φιξάρισμα
2 φιξάρισμα
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό > φιξάρισμα
φιξάρισμα — το, ατος σταθεροποίηση (ιδίως χρώματος), στερέωση, παγίωση: Φιξάρισμα φωτογραφικής πλάκας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιξάρισμα — το, Ν [φιξάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φιξάρω … Dictionary of Greek