-
1 φιμώσης
-
2 φιμώσῃς
См. также в других словарях:
φιμώσῃς — φῑμώσῃς , φιμόω muzzle aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφίμωση — η ιατρ. επιπλοκή τής φίμωσης που συνίσταται σε περίσφιγξη τής βαλάνου τού πέους από την στενωμένη ακροποσθία η οποία έχει τραβηχθεί βίαια προς τα πίσω, επιπλοκή που απαιτεί άμεση χειρουργική επέμβαση για θεραπεία … Dictionary of Greek