Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

φιμώσῃς

См. также в других словарях:

  • φιμώσῃς — φῑμώσῃς , φιμόω muzzle aor subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφίμωση — η ιατρ. επιπλοκή τής φίμωσης που συνίσταται σε περίσφιγξη τής βαλάνου τού πέους από την στενωμένη ακροποσθία η οποία έχει τραβηχθεί βίαια προς τα πίσω, επιπλοκή που απαιτεί άμεση χειρουργική επέμβαση για θεραπεία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»