-
1 φιλ-ώραιος
φιλ-ώραιος, das Reizende liebend, Tzetz. chil. 1, 234.
-
2 φιλώραιος
φῐλ-ώραιος, ον,A loving the beautiful, Tz.H.1.234.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλώραιος
-
3 φιλώραιος
См. также в других словарях:
φίλιππος — I Όνομα 5 βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Φ. A’. Γιος του Αργαίου και πατέρας του Αερόπου, τρίτος ή έκτος βασιλιάς της Μακεδονίας. Βασίλεψε από το 621 έως το 588 π.Χ., και έπεσε πολεμώντας εναντίον των Ιλλυριών. 2. Φ. B’. Πατέρας του Μεγάλου… … Dictionary of Greek
φιλάρεσκος — η, ο, Ν 1. αυτός που επιθυμεί να αρέσει, που επιδιώκει να φαίνεται ωραίος, κοκέτης 2. αυτός που ενέχει φιλαρέσκεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + αρέσκω. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
φιλώραιος — ον, Μ φιλόκαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ὡραῖος] … Dictionary of Greek