-
1 φιλ-όργιος
φιλ-όργιος, geheime Weihen, Feste liebend, Κύπρις Philod. 24 (X, 21).
-
2 φιλόργιος
φῐλ-όργιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλόργιος
-
3 φιλόργιος
φιλ-όργιος, geheime Weihen, Feste liebend -
4 φιλοργιος
См. также в других словарях:
πολυόργιος — ον, Α (για τον Διόνυσο) αυτός που τόν τιμούν με την τέλεση πολλών οργίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + οργιος (< ὄργια «μυστηριακές τελετές»), πρβλ. φιλ όργιος] … Dictionary of Greek
φιλόργιος — ον, ΜΑ αυτός που αγαπά τα όργια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + οργιος (< ὄργια [τὰ])] … Dictionary of Greek