-
1 φιλ-υπ-οψία
φιλ-υπ-οψία, ἡ, Neigung, Hang zum Argwohn, zw.
-
2 φιλ-οψία
φιλ-οψία, ἡ, Liebe, Neigung zu leckerm Essen, bes. Fischessen; Plut. Symp. 8, 3,3; Clem. Al.
-
3 φιλυποψία
φιλ-υπ-οψία, ἡ, Neigung, Hang zum Argwohn -
4 φιλοψία
φῐλ-οψία, ἡ,A fondness for dainties, esp. fish, Plu.2.730b, 750d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλοψία
-
5 φιλοψία
φιλ-οψία, ἡ, Liebe, Neigung zu leckerm Essen, bes. Fischessen -
6 φιλοψια
-
7 ἀλκά
ἀλκά (-ά, -ᾶς, -ᾷ, -άν; -αί)a valour, courageI sing., τόνδ' ἀνέρα ὁρῶντ ἀλκάν i. e. with courage in his gaze O. 9.111τὸν εἶδον κρατέοντα χερὸς ἀλκᾷ O. 10.100
αἰδεσθέντες ἀλκάν P. 4.173
“ γεύεται δ' ἀλκᾶς ἀπειράντου” P. 9.35ὦ Τιμόδημε, σὲ δἀλκὰ παγκρατίου τλάθυμος ἀέξει N. 2.14
κρίνεται δ' ἀλκὰ διὰ δαίμονας ἀνδρῶν I. 5.11
met., ἐμοὶ μὲν ὦν Μοῖσα καρτερώτατον βέλος ἀλκᾷ τρέφει (construe with τρέφει or καρτερώτατον v. von der Mühll, M. H., 1954, 52.) O. 1.112 c. gen., δύνασαι δὲ βροτοῖσιν ἀλκὰν ἀμαχανιᾶν δυσβάτων θαμὰ διδόμεν courage, strength against N. 7.96II pl., valiant actionsταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ σκότον πολὺν ὕμνων ἔχοντι δεόμεναι N. 7.12
]ἀλκαὶ δὲ τεῖχος ἀνδρῶν [ὕψιστον ἵστατ]αι[ ( ἀλκᾷ Theon ap. Σ.) Pae. 2.37b fightτὰ δὲ καί ποτἐν ἀλκᾷ πρὸ Δαρδάνου τειχέων ἐδόκησαν O. 13.55
c in periphrasis, c. gen., valorous...καί ποτε χαλκότοξον Ἀμαζόνων μετἀλκὰν ἕπετό οἱ N. 3.38
ἴστε μὰν Αἴαντος ἀλκάν, φοίνιον τὰν ὀψίᾳ ἐν νυκτὶ ταμὼν περὶ ᾧ φασγάνῳ I. 4.35
d frag. ]ἀλκὰν Ἀχελωίου κρανίον τοῦτο ζάθε[ον Pae. 21.9
]εν ἀλκὰνεοις φιλ[ ?fr. 348a.
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский