-
1 φιλ-εργός
-
2 φιλεργός
φιλ-εργός, Arbeit liebend, gern, emsig arbeitend, emsig, fleißig
См. также в других словарях:
πολύεργος — (polyergus). Γένος κλειστόγαστρων υμενόπτερων, συγγενικό με το κοινό μυρμήγκι. Οι π. «υποδουλώνουν» άλλα μυρμήγκια, τα οποία υποχρεώνονται όχι μόνο να κατασκευάζουν τις φωλιές των π. αλλά και να τους ταΐζουν, γιατί οι π., έτσι όπως είναι η… … Dictionary of Greek
χαριεργός — όν, Α (προσωνυμία τής Αθηνάς ως προστάτιδας τών καλλιτεχνών, τών τεχνιτών και τών χειρωνακτών) αυτός που χαίρεται με τις καλές τέχνες ή με τις χειρωνακτικές εργασίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις + εργός (< ἔργον), πρβλ. λιθο εργός, φιλ εργός) … Dictionary of Greek
μίσεργος — μίσεργος, ον (Α) αυτός που αισθάνεται αποστροφή προς την εργασία, οκνηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + εργος (< ἔργον), πρβλ. φίλ εργος] … Dictionary of Greek
φύγεργος — ον, Α αυτός που αποφεύγει την εργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυγ τού αορ. β ἔ φυγ ον τού ρ. φεύγω* + εργος (< ἔργον), πρβλ. φίλ εργος] … Dictionary of Greek
χρυσεργός — όν, Α αυτός που παράγει χρυσό («χρυσεργὰ Πακτωλοῡ ποτά», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + εργός (< ἔργον), πρβλ. φιλ εργός] … Dictionary of Greek
φίλεργος — η, ο / φίλεργος, ον, ΝΑ, και φιλεργός και φιλοεργός και φιλόεργος και αττ. τ. φιλοῡργος Α αυτός που αγαπά την εργασία, φιλόπονος, εργατικός αρχ. (το ουδ. στον τ. φιλεργός ως ουσ.) τὸ φιλεργόν η φιλεργία. επίρρ... φιλέργως ΝΜΑ, και φιλεργῶς Α με… … Dictionary of Greek
καλοεργία — καλοεργία, ἡ (Α) εκτέλεση αγαθών έργων. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + εργία (< εργός < ἔργον), πρβλ. αγαθο εργία, φιλ εργία] … Dictionary of Greek
τριψεργία — ἡ, Μ αναβολή εκτέλεσης μιας εργασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τριψ τού τρίβω (πρβλ. αόρ. ἔ τριψ α) + εργία (< εργος < ἔργον), πρβλ. φιλ εργία] … Dictionary of Greek