-
1 φιλ-εγκλήμων
φιλ-εγκλήμων, ονος, gern anklagend, Clem. Al., Poll. 6, 168.
-
2 φιλεγκλήμων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλεγκλήμων
-
3 φιλεγκλήμων
φιλ-εγκλήμων, ονος, gern anklagend
См. также в других словарях:
φιλεγκλήμων — ον, Α αυτός που τού αρέσει να κατηγορεί, φιλαίτιος*, φιλοκατήγορος. επίρρ... φιλεγκλημόνως Α φιλαιτίως*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + εγκλήμων (< ἔγκλημα), πρβλ. δυσ εγκλήμων] … Dictionary of Greek