Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

φιλ-αλήθεια

См. также в других словарях:

  • παραχαράσσω — ΝΜΑ, αττ. τ. παραχαράττω Α, παραχαράζω Ν μτφ. διαστρέφω, παραποιώ (α. «θεῑον δόγμα παραχαράττειν», Συνέσ. β. «παραχάραξε την αλήθεια») νεοελλ. απομιμούμαι ένα χάραγμα με σκοπό την απάτη και ιδίως κατασκευάζω ψεύτικα, κίβδηλα νομίσματα, είμαι… …   Dictionary of Greek

  • στοχαστής — ο, ΝΜΑ [στοχάζομαι] νεοελλ. σκεπτόμενος άνθρωπος, αυτός που εξετάζει προσεκτικά τα μεγάλα θέματα τής ζωής και τής ιστορίας, διανοητής (μσν. αρχ.) 1. αυτός που εικάζει, που προβλέπει κάτι, οξυδερκής (α. «στοχαστὴς τῶν μελλόντων», Ιώσ. β. «τῶν… …   Dictionary of Greek

  • φιλαλήθης — άληθες, ΝΜΑ αυτός που αγαπά την αλήθεια,ειλικρινής αρχ. προσωνυμία τού Διός σε νομίσματα τής Λαοδικείας. επίρρ... φιλαλήθως ΝΜΑ με φιλαλήθεια, με ειλικρίνεια («φιλαλήθως καὶ ἀδεκάστως», Ωριγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἀληθής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»