-
1 φιλ-αίακτος
φιλ-αίακτος, Wehklagen liebend, gern klagend od. Wehklagen hervorrufend, κακά Aesch. Suppl. 784.
-
2 φιλαίακτος
φιλ-αίακτος, Wehklagen liebend, gern klagend od. Wehklagen hervorrufend
См. также в других словарях:
φιλαίακτος — ον, Α 1. αυτός που αγαπά τους θρήνους, που τού αρέσει να κλαίει, κλαψιάρης 2. συνεκδ. αξιοθρήνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + αἰακτός «αξιοθρήνητος, ελεεινός»] … Dictionary of Greek