Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φιλ-έσπερος

См. также в других словарях:

  • καχέσπερος — καχέσπερος, ον (Μ) αυτός που έχει κακή, σκοτεινή εσπέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καχ(ο) (πρβλ. κακ[ο] *) + έσπερος (< ἕσπερος), με τροπή τού κ σε χ προ δασέος φθόγγου (πρβλ. ακρ έσπερος, φιλ έσπερος)] …   Dictionary of Greek

  • φιλέσπερος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που τού αρέσουν τα βράδια, («ἴον, τὸ φιλέσπερον ἄνθος», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἕσπερος «βράδι, βραδινός»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»