Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

φιλ-έορτος

См. также в других словарях:

  • μεθέορτος — μεθέορτος, ον (ΑM) 1. αυτός που υπάρχει ή συμβαίνει μετά την εορτή («μεθέορτοι ἡμέραι», Αντιφ. Σοφ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μεθέορτα τα μεθεόρτια, τα μετά την εορτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἑορτή (πρβλ. φιλ έορτος)] …   Dictionary of Greek

  • φιλέορτος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκλησίας. Μαρτύρησε με σπαθί σε άγνωστο τόπο και χρόνο. Η μνήμη του τιμάται στις 31 Αυγούστου. * * * η, ο / φιλέορτος, ον, ΝΑ αυτός που τού αρέσουν οι γιορτές («ἔχουσα δέ μοι μόλοις εἰρήνην φιλέορτου», Αριστοφ.) νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»