-
1 φιλ-έγγυος
φιλ-έγγυος, gern Bürgschaft leistend, gern gutsagend, Strab. 5, 1,9 (p. 215).
-
2 φιλέγγυος
φιλ-έγγυος, gern Bürgschaft leistend, gern gutsagend
См. также в других словарях:
φιλέγγυος — ον, Α αυτός που πρόθυμα παρέχει εγγύηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἔγγυος «ασφαλής, εγγυημένος»] … Dictionary of Greek