-
1 φιλοχρηστος
-
2 φιλόχρηστος
φιλόχρηστοςloving goodness: masc /fem nom sg -
3 φιλόχρηστος
φῐλό-χρηστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλόχρηστος
-
4 φιλόχρηστος
φιλό-χρηστος, das Gute, die Guten liebend -
5 φιλόχρηστον
φιλόχρηστοςloving goodness: masc /fem acc sgφιλόχρηστοςloving goodness: neut nom /voc /acc sg -
6 φιλοχρήστου
φιλόχρηστοςloving goodness: masc /fem /neut gen sg
См. также в других словарях:
φιλόχρηστος — loving goodness masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόχρηστος — ον, Α αυτός που αγαπά την χρηστότητα, την τιμιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + χρηστός (πρβλ. μισό χρηστος, πολύ χρηστος)] … Dictionary of Greek
φιλόχρηστον — φιλόχρηστος loving goodness masc/fem acc sg φιλόχρηστος loving goodness neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοχρήστου — φιλόχρηστος loving goodness masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)