-
1 φιλοτιμος
21) честолюбивый, самолюбивый(φ. καὴ ἐλευθέριος Xen.)
φ. πρὸς ἀλλήλους περί τινος Xen. — соревнующийся с другими в чем-л.;ὅ φ. βίος Lys. — жизнь, полная честолюбивых стремлений;τὸ μαντικὸν πᾶν σπέρμα φιλότιμον κακόν Eur. — все племя прорицателей - злые честолюбцы;φιλοτιμότατος καλόν τι ποιεῖν καὴ ἀκούειν Xen. — страстно желающий совершить нечто великое и добиться славы2) честолюбиво (из честолюбия) щедрый(λαμπρὸς καὴ φ. ἔν τινι Dem.)
περὴ ξένους ἦν φ. ὅ Κράσσος Plut. — Красс оказывал пышный прием иноземцам3) почтительный, благоговейный(εὐχά Aesch.)
4) глубоко чтимый(Νυκτὸς παῖδες ἄπαιδες, т.е. Ἐρινύες Aesch.)
-
2 φιλότιμος
η, ο [ος, ον ]1) обладающий чувством собственного достоинства, самолюбивый; 2) усердный, старательный; 3) щедрый, великодушный -
3 φιλότιμος
[филотимос] яг. честный, порядочный, честолюбивый, старательный, усердный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φιλότιμος
-
4 φιλότιμος
[филотимос] яг. честный, порядочный, честолюбивый, старательный, усердный. -
5 αφιλοτιμος
21) лишенный честолюбия, нечестолюбивый Arst., Plut.2) не ищущий общественных почестей, т.е. не желающий быть хорегом Isae.3) бесчестный, низменный(ἄδοξος καὴ ἀ. Plut.)
-
6 δαιμονιως
1) божеским определением, по воле божества(οὐκ ἀνθρωπίνως, ἀλλὰ δ. Aeschin.)
2) необыкновенно, поразительно, чрезвычайно(ἐπιθυμεῖν ποιεῖν τι Arph.; δ. φιλότιμος Plut.)
δαιμονιώτατα ἀποθνήσκειν Xen. — умереть крайне загадочной смертью -
7 σφοδρος
1) полный сил, крепкий, здоровый(τὸ σῶμα Xen.)
2) сильный, крайний, чрезвычайный(μῖσος Thuc.; ἔνδεια Xen.)
3) мощный, бурный(αἱ ἡδοναί Plat.)
4) энергичный, страстный, неистовый, рьяный, пылкий(φιλότιμος καὴ σ. Plat.)
См. также в других словарях:
Φιλότιμος — loving honour masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλότιμος — Έλληνας γιατρός, μαθητής του Πραξαγόρα του Κώου, που αναφέρεται κυρίως για τη δραστηριότητά του το 320 π.Χ. Aσχολήθηκε με την ανατομία και επιχείρησε να περιγράψει διάφορα όργανα, όπως τον εγκέφαλο, τον οποίο θεωρούσε κατώτερης σημασίας.… … Dictionary of Greek
φιλότιμος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που έχει ζωηρή τη συναίσθηση της προσωπικής του τιμής και αξιοπρέπειας, εύθικτος, αξιοπρεπής: Δε δέχεται προσβολές, είναι φιλότιμος. 2. αυτός που καταβάλλει ευσυνείδητες προσπάθειες να αναταποκριθεί στα καθήκοντά του ή να… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλότιμος — φιλότῑμος , φιλότιμος loving honour masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φιλοτίμοις — Φιλότιμος loving honour masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φιλοτίμου — Φιλότιμος loving honour masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φιλοτίμους — Φιλότιμος loving honour masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φιλοτίμων — Φιλότιμος loving honour masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φιλοτίμως — Φιλότιμος loving honour masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φιλοτίμῳ — Φιλότιμος loving honour masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φιλότιμε — Φιλότιμος loving honour masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)