Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

φιλότιμος

См. также в других словарях:

  • Φιλότιμος — loving honour masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλότιμος — Έλληνας γιατρός, μαθητής του Πραξαγόρα του Κώου, που αναφέρεται κυρίως για τη δραστηριότητά του το 320 π.Χ. Aσχολήθηκε με την ανατομία και επιχείρησε να περιγράψει διάφορα όργανα, όπως τον εγκέφαλο, τον οποίο θεωρούσε κατώτερης σημασίας.… …   Dictionary of Greek

  • φιλότιμος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που έχει ζωηρή τη συναίσθηση της προσωπικής του τιμής και αξιοπρέπειας, εύθικτος, αξιοπρεπής: Δε δέχεται προσβολές, είναι φιλότιμος. 2. αυτός που καταβάλλει ευσυνείδητες προσπάθειες να αναταποκριθεί στα καθήκοντά του ή να… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλότιμος — φιλότῑμος , φιλότιμος loving honour masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φιλοτίμοις — Φιλότιμος loving honour masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φιλοτίμου — Φιλότιμος loving honour masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φιλοτίμους — Φιλότιμος loving honour masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φιλοτίμων — Φιλότιμος loving honour masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φιλοτίμως — Φιλότιμος loving honour masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φιλοτίμῳ — Φιλότιμος loving honour masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φιλότιμε — Φιλότιμος loving honour masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»