-
1 φιλοτης
- ητος ἥ1) дружба, привязанностьφιλότητί τινος Hom. — из дружбы к кому-л.;
φιλότητα τέμνειν Hom. — заключить дружбу2) дружеский прием, радушие3) любовьἌρεος φ. Ἀφροδίτης Hom. — любовь Арея к Афродите;
φιλότητι ὁμωθῆναι или μιγάζεσθαι и ἐν φιλότητι μίσγεσθαι Hom. — сочетаться любовью, вступить в любовную связь4) ( в обращении) друг мой, милый(ὦ φ. Plat., Luc.)
-
2 φιλοτταριον
-
3 εταιρειος
31) относящийся к другуφόνος ἑ. Anth. — убийство друга
2) покровительствующий дружбе(Ζεύς Her.; θεός Arst.)
3) влюбленный, любовный(φιλότης HH.)
4) надеваемый гетерами, гетерин(στόλος Anth.)
-
4 εφιμερος
2(ῑ) желательный, желаемый, желанный(φιλότης Hes.; ὕμνος Theocr.; ἔρωτες Anth.)
ἐ. προσλεύσσειν Soph. — (такой), который страстно хочется увидеть;φάτις οὐδαμῶς ἐ. Aesch. — крайне неприятная весть -
5 ιμερος
(ῑ) ὅ1) желаниеσίτου ἵ. Hom. — желание пищи, голод;
γόου ἵ. Hom. — желание плакать;ἵ. ἔχει με τὰν χθόνιον ἑστίαν ἰδεῖν πατρός Soph. — мне хочется взглянуть на (последнее) земное убежище отца;οἱ ἐνέστακτο ἵ. τὰς Ἀθήνας ἑλέειν Her. — на него (Мардония) напало желание взять Афины2) влечение, любовь, страсть(φιλότης καὴ ἵ. Hom.; ἵ. καὴ πόθος Plut.)
3) томление, тоскаτῶν ἀντερώντων ἱμέρῳ πεπληγμένοι Aesch. — охваченные тоской по тем, кто также любит
4) прелесть, очарование(βλεφάρων νύμφας εὐλέκτρου Soph.)
-
6 κλονεω
1) гнать, теснить(πρὸ ἕθεν φάλαγγας, βοῶν ἀγέλην, νέφεα Hom.)
κλονέεσθαι ὁμίλῳ Hom. — устремляться беспорядочной толпой2) бурно раздувать, развевать(φλόγα Hom.)
3) стремительно преследовать(Ἕκτορα Hom.)
4) вздымать, клубить(ψάμαθοι κύμασι κλονέονται Pind.)
ἰχθύες ἐκλονέοντο Hes. — рыбы резвились стаями5) потрясать, колебать, волновать(ἀκτὰ κυματοπλέξ κλονεῖται Soph.)
φιλότης μήποτέ σε κλονέοι Anth. — пусть никогда не мучает тебя любовная страсть;pass. — биться в судорогах (σῶμα κεκλονημένον Plut.) -
7 κρυπταδιος
-
8 υδαρης
См. также в других словарях:
φιλότης — friendship fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλότης — ητος, και αιολ. τ. φιλότας, ατος, ἡ, Α [φίλος] 1. φιλική αγάπη, φιλία («ξεῑνοι μὲν διαμπερές εὐχόμεθ εἶναι ἐκ πατέρων φιλότητος», Ομ. Οδ.) 2. φιλοξενία 3. φιλική συνεννόηση μεταξύ λαών («φιλότητα καὶ ὅρκια πιστὰ ταμόντες», Ομ. Ιλ.) 4. ερωτική… … Dictionary of Greek
φιλοτήτοιν — φιλότης friendship fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοτήτων — φιλότης friendship fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλότησι — φιλότης friendship fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλότησιν — φιλότης friendship fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλότητα — φιλότης friendship fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλότητας — φιλότης friendship fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλότητε — φιλότης friendship fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλότητες — φιλότης friendship fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλότητι — φιλότης friendship fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)