Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

φιλόκνισος

См. также в других словарях:

  • φιλόκνισος — fond of pinching masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλόκνισος — (I) ον, ΜΑ αυτός που χαίρεται με την κνίσα, τον αχνό και την οσμή τών ευωχιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κνισος (< κνῖσα), πρβλ. πολύ κνισος]. (II) ον, Α αυτός που τού αρέσουν τα ερωτικά γαργαλίσματα, λάγνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κνισος… …   Dictionary of Greek

  • φιλοκνίσοιο — φιλόκνισος fond of pinching masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»