Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

φιλόζῳος

См. также в других словарях:

  • φιλόζωος — fond of one s life masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλόζῳος — fond of one s life masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλόζωος — (I) η, ο / φιλόζωος, ον, ΝΑ αυτός που αγαπά υπέρμετρα τη ζωή του αρχ. 1. δειλός ή μαλθακός 2. (για ασθενή) αυτός που ποθεί να ζήσει 3. (για φυτό) α) αειθαλής β) ανθεκτικός 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόζωον η φιλοζωία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ζωος… …   Dictionary of Greek

  • φιλόζωος — η, ο 1. αυτός που αγαπάει υπερβολικά τη ζωή του: Είναι φιλόζωος και φιλοτομαριστής. 2. αυτός που αγαπάει τα ζώα, ζωόφιλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλόζωον — φιλόζωος fond of one s life masc/fem acc sg φιλόζωος fond of one s life neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλόζῳον — φιλόζῳος fond of one s life masc/fem acc sg φιλόζῳος fond of one s life neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοζῴου — φιλόζῳος fond of one s life masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοζῴους — φιλόζῳος fond of one s life masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοζῴῳ — φιλόζῳος fond of one s life masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοζώοιο — φιλόζωος fond of one s life masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοζώοις — φιλόζωος fond of one s life masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»