-
1 φιληδονος
21) любящий удовольствия, преданный наслаждениям(φ. καὴ φυγόπονος Polyb.; φ. ὅ Πάρις Plut.)
2) дарящий наслаждениеφιλήδονον Βάκχοιο νᾶμα Anth. = οἶνος
-
2 φιλήδονος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > φιλήδονος
-
3 φιλήδονος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > φιλήδονος
-
4 φιλήδονος
η, ο [ος, ον ]1) любящий наслаждения; 2) сладострастный, чувственный -
5 φιλήδονος
сластолюбивый, любящий удовольствия, преданный наслаждениям.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > φιλήδονος
-
6 φιλήδονος
[филндонос] επ. стремящийся к наслаждениям, чувственный, сладострастный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φιλήδονος
-
7 φιλήδονος
[филндонос] επ стремящийся к наслаждениям, чувственный, сладострастный. -
8 ασωτος
21) безнадежный, погибший(οἱ ἐκθνήσκοντες Arst.)
2) пропащий, несчастный(Σισυφιδᾶν γενεά Soph.)
3) расточительный, распутный(ἄ. καὴ φιλήδονος Plut.)
4) гибельный, роковой(βορά Aesch.)
-
9 5369
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 5369
См. также в других словарях:
φιλήδονος — fond of pleasure masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλήδονος — η, ο / φιλήδονος, ον, ΝΜΑ αυτός που αγαπά τις ηδονές, ιδίως τις σαρκικές, έκδοτος στις ηδονές, ηδυπαθής («καὶ τὸν βίον ὡς τὰ πολλὰ ἀσώτους καὶ φιληδόνους ἀποβαίνοντας», Πλούτ.) αρχ. 1. αυτός που προκαλεί ηδονή, ευφραντικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
φιλήδονος — η, ο αυτός που αγαπάει τις ηδονές, ηδονιστής, ηδυπαθής, ασελγής, ακόλαστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιληδονώτερον — φιλήδονος fond of pleasure masc acc comp sg φιλήδονος fond of pleasure neut nom/voc/acc comp sg φιλήδονος fond of pleasure adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιληδόνως — φιλήδονος fond of pleasure adverbial φιλήδονος fond of pleasure masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλήδονον — φιλήδονος fond of pleasure masc/fem acc sg φιλήδονος fond of pleasure neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιληδόνοις — φιλήδονος fond of pleasure masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιληδόνου — φιλήδονος fond of pleasure masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιληδόνους — φιλήδονος fond of pleasure masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιληδόνων — φιλήδονος fond of pleasure masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιληδόνῳ — φιλήδονος fond of pleasure masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)