Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φιλό-κομπος

См. также в других словарях:

  • κενόκομπος — κενόκομπος, ον (Μ) αυτός που κομπάζει για μάταια πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + κομπος (< κόμπος [Ι] «καύχηση»), πρβλ. ματαιό κομπος, φιλό κομπος] …   Dictionary of Greek

  • κομπόδοξος — κομπόδοξος, ον (Μ) περήφανος, αλαζόνας, κομπορρήμων, καυχησιολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + δοξος (< δόξα), πρβλ. ορθό δοξος, φιλό δοξος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»