-
1 φιλό-κομπος
φιλό-κομπος, Prahlerei liebend, gern prahlend, Suid.
-
2 ἀ-φιλό-κομπος
ἀ-φιλό-κομπος, Prahlerei nicht liebend, Sp. Davon - κομπέω, - κομπία
-
3 φιλόκομπος
φιλό-κομπος, Prahlerei liebend, gern prahlend -
4 ἀφιλόκομπος
См. также в других словарях:
κενόκομπος — κενόκομπος, ον (Μ) αυτός που κομπάζει για μάταια πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + κομπος (< κόμπος [Ι] «καύχηση»), πρβλ. ματαιό κομπος, φιλό κομπος] … Dictionary of Greek
κομπόδοξος — κομπόδοξος, ον (Μ) περήφανος, αλαζόνας, κομπορρήμων, καυχησιολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + δοξος (< δόξα), πρβλ. ορθό δοξος, φιλό δοξος] … Dictionary of Greek