-
1 φιλοπτολις
Eur. = φιλόπολις См. φιλοπολις -
2 φιλόπτολις
φιλόπολιςloving the city: masc /fem nom sg -
3 φιλόπολις
Aφιλόπολιν Pi.O. 4.18
, Pl.Ap. 24b, Isoc.2.15, X.Hier.5.3, etc.; pl.φιλοπόλεις A.Th. 176
(lyr.); also pl. -πόλιδες, -πόλιδας, Pl.R. 470d, 503a.II loving one's city, patriotic, (where there is a play on the first sense), cf. 900, Th.2.60, 6.92, Pl.ll.cc., etc.;φ. Ἡσυχία Pi.
l.c.;φ. ἀρετή
patriotism,Ar.
Lys. 547 (lyr.); soτὸ φιλόπολι Th.6.92
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλόπολις
-
4 φιλοπτόλεμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλοπτόλεμος
См. также в других словарях:
φιλόπτολις — ι, Α (ποιητ. τ.) βλ. φιλόπολις· … Dictionary of Greek
φιλόπτολις — φιλόπολις loving the city masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόπολις — ι, ΝΑ, και ποιητ. τ. φιλόπτολις Α (λόγιος τ.) αυτός που αγαπά την πόλη στην οποία γεννήθηκε, την ιδιαίτερη πατρίδα του αρχ. 1. (γενικά) αυτός που αγαπά την πόλη, που τού αρέσει η πόλη 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόπολι η αγάπη προς την πόλη, προς την … Dictionary of Greek