-
1 φιλόμοχθα
φιλόμοχθοςneut nom /voc /acc pl -
2 φιλό-μοχθος
φιλό-μοχθος, = φιλόπονος, Phalaris ep. 54 E.; φιλόμοχϑα adv., Maneth. 4, 277.
-
3 φιλόμοχθος
φῐλό-μοχθος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλόμοχθος
См. также в других словарях:
φιλόμοχθα — φιλόμοχθος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόμοχθος — ον, Α 1. φιλόπονος, εργατικός 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) φιλόμοχθα με φιλοπονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + μοχθος (< μόχθος), πρβλ. πολύ μοχθος] … Dictionary of Greek