-
1 φιλοθηρος
-
2 φιλόθηρος
φιλόθηροςfond of hunting: masc /fem nom sg -
3 φιλόθηρος
ος, ο[ν] 1. любящий охоту;2. (ο) страстный охотник -
4 φιλόθηρος
φῐλόθηρ-ος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλόθηρος
-
5 φιλόθηρος
φιλό-θηρος, jagdliebend, Freund der Jagd -
6 φιλόθηρον
φιλόθηροςfond of hunting: masc /fem acc sgφιλόθηροςfond of hunting: neut nom /voc /acc sg -
7 φιλοθηροτάτους
φιλόθηροςfond of hunting: masc acc superl pl -
8 φιλοθηρότατος
φιλόθηροςfond of hunting: masc nom superl sg -
9 φιλοθήροις
φιλόθηροςfond of hunting: masc /fem /neut dat pl -
10 φιλοθήρου
φιλόθηροςfond of hunting: masc /fem /neut gen sg -
11 φιλοθήρους
φιλόθηροςfond of hunting: masc /fem acc pl -
12 φιλόθηρα
φιλόθηροςfond of hunting: neut nom /voc /acc pl -
13 φιλόθηρε
φιλόθηροςfond of hunting: masc /fem voc sg -
14 φιλόθηροι
φιλόθηροςfond of hunting: masc /fem nom /voc pl -
15 φιλοθήρω
-
16 φιλοθήρῳ
-
17 φιλόθηρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλόθηρ
-
18 φιλομόχθηρος
φῐλο-μόχθηρος, ον,A loving bad men, Philonid.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλομόχθηρος
См. также в других словарях:
φιλόθηρος — fond of hunting masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόθηρος — η, ο / φιλόθηρος, ον, ΝΑ αυτός που τού αρέσει το κυνήγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + θηρος (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. μισό θηρος] … Dictionary of Greek
φιλόθηρον — φιλόθηρος fond of hunting masc/fem acc sg φιλόθηρος fond of hunting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοθηροτάτους — φιλόθηρος fond of hunting masc acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοθηρότατος — φιλόθηρος fond of hunting masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοθήροις — φιλόθηρος fond of hunting masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοθήρου — φιλόθηρος fond of hunting masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοθήρους — φιλόθηρος fond of hunting masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοθήρῳ — φιλόθηρος fond of hunting masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόθηρα — φιλόθηρος fond of hunting neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόθηρε — φιλόθηρος fond of hunting masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)