Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

φιλωτέρᾳ

См. также в других словарях:

  • φιλωτέρα — φιλωτέρᾱ , φίλος beloved fem nom/voc/acc comp dual φιλωτέρᾱ , φίλος beloved fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλωτέρᾳ — φιλωτέρᾱͅ , φίλος beloved fem dat comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φιλωτέρα — Κόρη του Πτολεμαίου A’ και της Βερενίκης, που ονομάστηκε βασίλισσα, αν και δεν άσκησε ποτέ βασιλική εξουσία. Έμεινε ανύπαντρη, και τη θεωρούσαν υπόδειγμα σεμνότητας. Ο αδελφός της Πτολεμαίος B’ καθιέρωσε λατρεία της Φ., που εμφανίζεται ως θεά σε… …   Dictionary of Greek

  • φιλωτέρας — φιλωτέρᾱς , φίλος beloved fem acc comp pl φιλωτέρᾱς , φίλος beloved fem gen comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλωτέραν — φιλωτέρᾱν , φίλος beloved fem acc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»