-
1 φιλωτέρα
φιλωτέρᾱ, φίλοςbeloved: fem nom /voc /acc comp dualφιλωτέρᾱ, φίλοςbeloved: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic)——————φιλωτέρᾱͅ, φίλοςbeloved: fem dat comp sg (attic doric aeolic) -
2 φιλωτέρᾳ
Βλ. λ. φιλωτέρα -
3 φιλωτέρας
φιλωτέρᾱς, φίλοςbeloved: fem acc comp plφιλωτέρᾱς, φίλοςbeloved: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
4 φιλωτέραν
φιλωτέρᾱν, φίλοςbeloved: fem acc comp sg (attic doric aeolic) -
5 προσρίπτω
A throw to,ἐπιστόλιόν τινι Plu.Cat.Mi.24
;κυνιδίοις ἄρτων ἢ ὀστέων Ath.3.114a
; of a wet-nurse, μὴ ἐξέστω τῇ Φιλωτέρᾳ προσρείπτειν τὸ σωμάτιον τῷ Παποντῶτι, i.e. she shall not give up her post, PSI3.203.7 (i A.D.): metaph., στρατηγοὺς τοῖς πολεμίοις γυμνοὺς π. Plu.TG7, cf. Alex.71;π. ὄνειδός τισι Plb.18.14.1
; throw in a remark or argument, Iamb.Myst.3.18:—[voice] Med., τὰ μοσχάρια προσερρίφθαι τῷ κυάμῳ throw the young calves upon the beans (as feeding-stuff), PTeb.759.6 (iii B.C.):—[voice] Pass.,ἡ προσρῐφεῖσα τῷ Κοπωνίῳ φωνή Plu.Crass.27
;προσερριμμένον ἑνὶ σκάφει Id.Pomp.74
; to be thrown in casually, of remarks, Gal.15.10, al.; τὰ προσερρειμένα (sic), opp. τὰ ὁμολογούμενα, Phld.Rh.2.94 S.; to be added, .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσρίπτω
См. также в других словарях:
φιλωτέρα — φιλωτέρᾱ , φίλος beloved fem nom/voc/acc comp dual φιλωτέρᾱ , φίλος beloved fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλωτέρᾳ — φιλωτέρᾱͅ , φίλος beloved fem dat comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φιλωτέρα — Κόρη του Πτολεμαίου A’ και της Βερενίκης, που ονομάστηκε βασίλισσα, αν και δεν άσκησε ποτέ βασιλική εξουσία. Έμεινε ανύπαντρη, και τη θεωρούσαν υπόδειγμα σεμνότητας. Ο αδελφός της Πτολεμαίος B’ καθιέρωσε λατρεία της Φ., που εμφανίζεται ως θεά σε… … Dictionary of Greek
φιλωτέρας — φιλωτέρᾱς , φίλος beloved fem acc comp pl φιλωτέρᾱς , φίλος beloved fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλωτέραν — φιλωτέρᾱν , φίλος beloved fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)