-
1 φιλο-ψῡχία
φιλο-ψῡχία, ἡ, ion. φιλοψυχίη, Liebe zum Leben, φιλοψυχίην ἀναιρέεται, er faßt Liebe zum Leben, Her. 6, 29; gew. Feigheit, Furchtsamkeit, Zaghaftigkeit, Plat. Apol. 37 c u. Sp.
-
2 φιλοψῡχία
φιλο-ψῡχία, ἡ, Liebe zum Leben; φιλοψυχίην ἀναιρέεται, er faßt Liebe zum Leben; gew. Feigheit, Furchtsamkeit, Zaghaftigkeit -
3 φιλοψυχια
ион. φιλοψῡχίη ἥ ( чрезмерное) жизнелюбие, привязанность к жизни Her.φιλοψυχίας ἕνεκα Plat. — из желания сохранить свою жизнь;
ἥ ἀνανδρία καὴ φ. Plut. — трусливая боязнь за свою жизнь
См. также в других словарях:
κακοψυχία — κακοψυχία, ἡ (Α) 1. κακοφυΐα, κακή φυσική ιδιότητα, κακό φυσικό 2. (κατ επέκτ.) δειλία, ολιγοψυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ψυχία (< ψυχος < ψυχή), πρβλ. μεγαλο ψυχία, φιλο ψυχία] … Dictionary of Greek