-
1 φιλο-τῑμία
φιλο-τῑμία, ἡ, das Wesen, die Sinnesart des φιλότιμος, Ehrliebe, Ehrgeiz, Wetteifer, alle daraus entspringenden Eigenschaften, Neigungen, Leidenschaften, eifrige und angestrengte Bemühung, auch Prunksucht, Prahlerei; rühmlich, φιλοτιμίαν ἔχει αὐτῷ, es ist für ihn rühmlich, Dem. 2, 3; der δόξα entsprechend, 16, ἡ ἀπὸ τούτων φιλοτιμία, der Ruhm davon, 2, 16; auch Freigebigkeit, τὰς πατρῴας οὐσίας εἰς τὴν πρὸς ὑμᾶς ἀνήλωκε φιλοτιμίαν Aesch. 3, 19, vgl. Dem. 20, 82; Plut. oft; – getadelt, Her. 3, 53; τί τῆς κακίστης δαιμόνων ἐφίεσαι, φιλοτιμίας Eur. Phoen. 535; φιλοτιμίᾳ ἐνέχεται I. A. 527; Ar. Th 383 Plut. 192; Plat. oft, ἐπὶ τοῖς καλοῖς Conv. 178 d; φιλοτιμία καὶ ἐπιϑυμία τοῦ λαμβάνειν Xen. Cyr. 8, 1,35; Pol. u. Sp.
-
2 μικρο-φιλο-τῑμία
μικρο-φιλο-τῑμία, ἡ, kleinliche Ruhmsucht, Theophr. char. 23.
-
3 ἀπο-φιλο-τῑμία
ἀπο-φιλο-τῑμία, ἡ, Mangel an Ehrgefühl, Theophr. char. 22.
-
4 ἀ-φιλο-τῑμία
ἀ-φιλο-τῑμία, ἡ, Mangel an Ehrliebe, Arist. Eth. Nic. 4, 4, 5.
-
5 φιλοτῑμία
φιλο-τῑμία, ἡ, das Wesen, die Sinnesart des φιλότιμος, Ehrliebe, Ehrgeiz, Wetteifer, alle daraus entspringenden Eigenschaften, Neigungen, Leidenschaften, eifrige und angestrengte Bemühung, auch Prunksucht, Prahlerei; rühmlich; φιλοτιμίαν ἔχει αὐτῷ, es ist für ihn rühmlich; ἡ ἀπὸ τούτων φιλοτιμία, der Ruhm davon; Freigebigkeit -
6 φιλοτιμια
ἥ1) честолюбие, гордость Her.φ. τινός и ἐπί τινι Plat., ὑπέρ τινος, περί и πρός τι Polyb. — честолюбивое рвение к чему-л.;
τέν φιλοτιμίαν φιλοτιμεῖσθαι πρός τι Luc. — с честолюбивым рвением заниматься чем-л.;διὰ φιλοτιμίαν и ὑπὸ φιλοτιμίας Plat., φιλοτιμίας ἕνεκεν Lys. или φιλοτιμίᾳ Dem. — из (оскорбленного) самолюбия, из честолюбия или из тщеславия;δοῦλοι φιλοτιμιῶν τινων μωρῶν Xen. — рабы каких-то глупых амбиций2) соревнование, соперничество(φιλονεικίαι καὴ φιλοτιμίαι Plat.; φθόνος καὴ φ. Isocr., Plut.)
αἱ φιλοτιμίαι τῶν συγγραφέων Polyb. — соперничество между писателями;φ. πλούτου Lys. — соревнование в богатстве3) честолюбивая расточительность Dem.φιλοτιμίας τὸν δῆμον ἀναλαμβάνειν Plut. — щедротами привлекать к себе народ;
τὰς οὐσίας εἰς τέν πρός τινα φιλοτιμίαν ἀναλίσκειν Aeschin. — растрачивать имущество на щедрые подачки кому-л.4) честь, почет(φιλοτιμίαν κτᾶσθαι Aeschin.)
ἔχειν φιλοτιμίαν τινί Dem. — служить к чести кому-л.;ἀποστερεῖσθαι τῆς φιλοτιμίας и τῶν φιλοτιμιῶν Dem. — лишаться чести (почестей) -
7 ἀποφιλοτῑμία
-
8 ἀφιλοτῑμία
-
9 μικροφιλοτῑμία
μικρο-φιλο-τῑμία, ἡ, kleinliche Ruhmsucht
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek