-
1 φιλο-πουλύ-γελως
φιλο-πουλύ-γελως, ὁ, ἡ, poet. statt φιλοπολύγελως, Freund von vielem Lachen, κόρη, Maced. 4 (V, 243).
-
2 φιλοπουλύγελως
φιλο-πουλύ-γελως, ὁ, ἡ, Freund von vielem Lachen
1 φιλο-πουλύ-γελως
φιλο-πουλύ-γελως, ὁ, ἡ, poet. statt φιλοπολύγελως, Freund von vielem Lachen, κόρη, Maced. 4 (V, 243).
2 φιλοπουλύγελως