-
1 φιλο-πάτωρ
φιλο-πάτωρ, ορος, den Vater liebend; Eur. Or. 1605 I. A. 638; Plut. Demetr. 3.
-
2 φιλοπάτωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλοπάτωρ
-
3 φιλοπάτωρ
φιλο-πάτωρ, ορος, den Vater liebend -
4 φιλοπατωρ
-
5 Φιλοπατωρ
См. также в других словарях:
κοινοπάτωρ — κοινοπάτωρ, ορος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει τον ίδιο πατέρα με κάποιον άλλο, ομοπάτριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. φιλο πάτωρ, ψευδο πάτωρ] … Dictionary of Greek
λιποπάτωρ — λιποπάτωρ, ορος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που εγκατέλειψε τον πατέρα του («λιποπάτορα λιπόγαμόν τε», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + πάτωρ (< πατήρ, τρός), πρβλ. φιλο πάτωρ] … Dictionary of Greek
μισοπάτωρ — μισοπάτωρ, ορος, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που μισεί τον πατέρα του 2. αυτός που μισεί τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + πάτωρ(< πατήρ), πρβλ. φιλο πάτωρ] … Dictionary of Greek
πατήρ — ο, ΝΜΑ, και πατέρας, ΝΜ 1. ο γεννήτορας, ο γονιός, ο γονέας (α. «τού πατέρα σου, όταν έρθεις, δε θα βρεις παρά τον τάφο», Σολωμ. β. «ἐπῆγεν ὁ πατέρας της εἰς κάποιον ταξίδι», Διγ. Ακρ. γ. «τοῡδε κεκλῆσθαι πατρός», Σοφ.) 2. φρ. «Πάτερ ημών» η… … Dictionary of Greek