-
1 φιλο-λάκων
φιλο-λάκων, ωνος, die Lacedämonier liebend, ihnen geneigt, Plut. Lyc. 20 Cim. 16.
-
2 φιλολάκων
A fond of the Lacedaemonians, Plu.Art.13, etc.; epith. of Cimon, Id.Per.9, Cim.16; name of a Comedy by Stephanus:—also [suff] φῐλο-λᾰκεδαιμόνιος, ον, Them.Or.7.96a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλολάκων
-
3 φιλολάκων
φιλο-λάκων, ωνος, die Lacedämonier liebend, ihnen geneigt -
4 φιλολακων
См. также в других словарях:
φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… … Dictionary of Greek