-
1 φιλο-καρπο-φόρος
φιλο-καρπο-φόρος, gern Frucht tragend, fruchtreich, ϑέρος Ep. ad. 177 (VI, 42).
-
2 φιλοκαρποφόρος
φιλο-καρπο-φόρος, gern Frucht tragend, fruchtreich
1 φιλο-καρπο-φόρος
φιλο-καρπο-φόρος, gern Frucht tragend, fruchtreich, ϑέρος Ep. ad. 177 (VI, 42).
2 φιλοκαρποφόρος