-
1 φιλο-ζωΐα
-
2 φιλοζωΐα
φιλο-ζωΐα, ἡ, Liebe zum Leben, dah. Furchtsamkeit, Feigheit, aber auch Schonung des Lebens -
3 φιλοζωια
ἥ ( чрезмерное) жизнелюбие, (жалкая) привязанность к жизниἥ συγγενές φ. Diod. — врожденный инстинкт самосохранения
См. также в других словарях:
καλοζωία — η καλοπέραση, ευημερία, ευμάρεια, υλική ευδαιμονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + ζωία (< ζωος < ζωή), πρβλ. μακρο ζωία, φιλο ζωία. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Μ. Γεδεών] … Dictionary of Greek
κακοζωία — η (Α κακοζωΐα, ποιητ. τ. κακοζοΐα) το να ζει κάποιος κακή, άθλια ζωή αρχ. (ποιητ.) δυστυχισμένη, άθλια ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ζωία (< ζωος < ζωή), πρβλ. φιλο ζωία] … Dictionary of Greek