Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φιλο-δέσποτος

См. также в других словарях:

  • κοινοδέσποτος — κοινοδέσποτος, ον (Α) αυτός που έχει πολλούς κυρίους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + δέσποτος (< δεσπότης), πρβλ. α δέσποτος, φιλο δέσποτος] …   Dictionary of Greek

  • πολυδέσποτος — ον, Α αυτός που εξουσιάζεται από πολλούς δεσπότες («τὴν πολυδέσποτον τῶν δαιμόνων δουλείαν», Ψ. Χρυσ). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δέσποτος (< δεσπότης), πρβλ. φιλο δέσποτος] …   Dictionary of Greek

  • μισοδέσποτος — μισοδέσποτος, ον (Μ) αυτός που μισεί τον κύριο του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + δεσπότης (πρβλ. φιλο δέσποτος)] …   Dictionary of Greek

  • νικοδέσποτος — νικοδέσποτος, ον (Μ) αυτός που απονέμει τη νίκη ως δεσπότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νίκη + συνδετικό φων. ο + δεσπότης (πρβλ. φιλο δέσποτος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»