-
1 φιλο-δοξία
φιλο-δοξία, ἡ, Ruhmliebe, Ehrliebe, Ehrsucht, Ehrbegierde, Pol. 26, 2,8.
-
2 ἀ-φιλο-δοξία
ἀ-φιλο-δοξία, ἡ, Mangel an Ruhmsucht, Sp.
-
3 φιλοδοξία
φιλο-δοξία, ἡ, Ruhmliebe, Ehrliebe, Ehrsucht, Ehrbegierde -
4 φιλοδοξια
-
5 ἀφιλοδοξία
См. также в других словарях:
θνητοδοξία — η φιλοσοφική θεωρία που δέχεται την παντελή θνητότητα τού ανθρώπου, δηλ. την ανυπαρξία ψυχής μετά θάνατον, αλλ. θανατοκρατία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θνητός + δοξία (< δοξος < δόξα), πρβλ. ετερο δοξία, φιλο δοξία] … Dictionary of Greek