-
1 φιλογεωργος
См. также в других словарях:
πολυγέωργος — ον, Α αυτός που καλλιεργεί μεγάλη έκταση γης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γεωργός (πρβλ. φιλο γέωργος)] … Dictionary of Greek
1 φιλογεωργος
πολυγέωργος — ον, Α αυτός που καλλιεργεί μεγάλη έκταση γης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γεωργός (πρβλ. φιλο γέωργος)] … Dictionary of Greek