-
1 φιλο-γέωργος
φιλο-γέωργος, den Feldbau, das Landleben liebend; Xen. Oec. 20, 27, und superl., 26; D. Sic.
-
2 φιλογέωργος
φῐλο-γέωργος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλογέωργος
-
3 φιλογέωργος
φιλο-γέωργος, den Feldbau, das Landleben liebend -
4 φιλογεωργος
См. также в других словарях:
πολυγέωργος — ον, Α αυτός που καλλιεργεί μεγάλη έκταση γης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γεωργός (πρβλ. φιλο γέωργος)] … Dictionary of Greek