-
1 φιλοτήσιος
φιλοτήσιος, auch 2 Endgn, Theogn. 489, zur Freundschaft, Liebe gehörig, sie befördernd; φιλοτήσια ἔργα, Werk der Liebe, Liebesgenuß, Beischlaf, Od. 11, 246; φιλοτησίῳ διαίτᾳ Soph. El. 1062; – ἡ φιλοτήσιος, sc. κύλιξ od. κοτύλη, ein der Freundschaft od. Liebe geweihter Becher, Theogn. 489; und ἡ φιλοτησία, sc. πόσις, ein Freundschaftstrunk, eine Gesundheit nach unserer Art, φιλοτησίαν λαβεῖν, eine Gesundheit annehmen, Ar. Ach. 947, vgl. Lys. 203; φιλοτησίας προπίνειν, Gesundheit zutrinken, wie φιλοτησίας als gen von einem ausgelassenen ἕνεκα abhängig erklärt zu werden pflegt, Phryn. in B. A. 70; so auch Dem. 19, 128; φιλοτησίας μελετᾶν Plat. Phaed. 81, wo die v. l. φιλοποσίας; oft bei Luc.
-
2 φιλοτήσιος
φιλοτήσιος, zur Freundschaft, Liebe gehörig, sie befördernd; φιλοτήσια ἔργα, Werk der Liebe, Liebesgenuß, Beischlaf; ἡ φιλοτήσιος, ein der Freundschaft od. Liebe geweihter Becher; ἡ φιλοτησία, sc. πόσις, ein Freundschaftstrunk, eine Gesundheit nach unserer Art; φιλοτησίαν λαβεῖν, eine Gesundheit annehmen; φιλοτησίας προπίνειν, Gesundheit zutrinken
См. также в других словарях:
φιλοτήσιος — of friendship masc nom sg φιλοτήσιος of friendship masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοτήσιος — ία, ον, ΜΑ, θηλ. και ος, και φιλητήσιος, ία, ον, και δωρ. τ. φιλοτάσιος, ον, Α 1. αυτός που γίνεται από φιλία, από αγάπη 2. αυτός που προκαλεί, που δημιουργεί φιλία 3. (κατ επέκτ.) ευάρεστος, προσφιλής («φιλοτήσιον βρῶμα συσκευάζομεν», Ευστ.) αρχ … Dictionary of Greek
φιλοτήσιον — φιλοτήσιος of friendship masc acc sg φιλοτήσιος of friendship neut nom/voc/acc sg φιλοτήσιος of friendship masc/fem acc sg φιλοτήσιος of friendship neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοτησίου — φιλοτήσιος of friendship masc/neut gen sg φιλοτήσιος of friendship masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοτησίῳ — φιλοτήσιος of friendship masc/neut dat sg φιλοτήσιος of friendship masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοτήσια — φιλοτήσιος of friendship neut nom/voc/acc pl φιλοτήσιος of friendship neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοτήσιε — φιλοτήσιος of friendship masc voc sg φιλοτήσιος of friendship masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοτησίαις — φιλοτήσιος of friendship fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοτησίῃ — φιλοτήσιος of friendship fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ήσιος — κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής. Στην Αρχαία η κατάλ. ήσιος εμφανίζεται, κυρίως, αφ ενός μεν σε θέματα με χαρακτήρα οδοντικό (πρβλ. βιοτήσιος, φιλοτήσιος κ.ά.), αφ ετέρου δε σε επίθετα που έχουν χρονική σημασία (πρβλ … Dictionary of Greek
φιλοτασίῳ — φιλοτᾱσίῳ , φιλοτήσιος of friendship masc/neut dat sg (doric) φιλοτᾱσίῳ , φιλοτήσιος of friendship masc/fem/neut dat sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)