Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

φιλοτελιστής

См. также в других словарях:

  • φιλοτελιστής — ο, θηλ. φιλοτελίστρια, Ν ο συλλέκτης γραμματοσήμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλοτελής + κατάλ. ιστής*] …   Dictionary of Greek

  • φιλοτελιστής — ο θηλ. ίστρια αυτός που ασχολείται με τη φιλοτέλεια (βλ. λ.), ο συλλέκτης γραμματοσήμων, ο γραμματοσημόφιλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γραμματοσημοσυλλέκτης — ο (θηλ., συλλέκτρια, η) αυτός που συλλέγει γραμματόσημα, ο φιλοτελιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γραμματόσημο + συλλέκτης. Η λ. γραμματοσημοσυλλέκται μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • γραμματοσημόφιλος — ο ο φιλοτελιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γραμματόσημον + φίλος. Η λ. γραμματοσημόφιλοι μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • φιλοτελής — ές, Ν φιλοτελιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + τελής (< τέλος «φόρος, δασμός»), πρβλ. ισο τελής. Η λ., στον πληθ. φιλοτελεῖς, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • αποκολλώ — ησα, ήθηκα, ημένος, ξεκολλώ: Ήταν φιλοτελιστής και αποκολλούσε πολύ προσεκτικά τα γραμματόσημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γραμματοσημοσυλλέκτης, ο — και γραμματοσυλλέκτης θηλ. ρια αυτός που συλλέγει γραμματόσημα, ο φιλοτελιστής: Στο παρελθόν ήταν μανιακός γραμματοσημοσυλλέκτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»