-
1 филателист
-
2 филателист
филателистм ὁ φιλοτελιστἡς, ὁ γραμ-ματοσημοσυλλέκτης. -
3 филателист
[φιλατιλίστ] ουσ. α φιλοτελιστής -
4 филателист
[φιλατιλίστ] ουσ α φιλοτελιστής -
5 филателист
-а α.-ка, -и θ.φιλοτελής, φιλοτελιστής, -ίστρια, γραμματοσηματοσυλλέκτης γραμματοσημόφιλος.
См. также в других словарях:
φιλοτελιστής — ο, θηλ. φιλοτελίστρια, Ν ο συλλέκτης γραμματοσήμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλοτελής + κατάλ. ιστής*] … Dictionary of Greek
φιλοτελιστής — ο θηλ. ίστρια αυτός που ασχολείται με τη φιλοτέλεια (βλ. λ.), ο συλλέκτης γραμματοσήμων, ο γραμματοσημόφιλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γραμματοσημοσυλλέκτης — ο (θηλ., συλλέκτρια, η) αυτός που συλλέγει γραμματόσημα, ο φιλοτελιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γραμματόσημο + συλλέκτης. Η λ. γραμματοσημοσυλλέκται μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
γραμματοσημόφιλος — ο ο φιλοτελιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γραμματόσημον + φίλος. Η λ. γραμματοσημόφιλοι μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
φιλοτελής — ές, Ν φιλοτελιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + τελής (< τέλος «φόρος, δασμός»), πρβλ. ισο τελής. Η λ., στον πληθ. φιλοτελεῖς, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
αποκολλώ — ησα, ήθηκα, ημένος, ξεκολλώ: Ήταν φιλοτελιστής και αποκολλούσε πολύ προσεκτικά τα γραμματόσημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γραμματοσημοσυλλέκτης, ο — και γραμματοσυλλέκτης θηλ. ρια αυτός που συλλέγει γραμματόσημα, ο φιλοτελιστής: Στο παρελθόν ήταν μανιακός γραμματοσημοσυλλέκτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)