Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φιλοσωμάτως

См. также в других словарях:

  • φιλοσωμάτως — Α επίρρ. βλ. φιλοσώματος …   Dictionary of Greek

  • φιλοσωμάτως — φιλοσώματος loving the body adverbial φιλοσώματος loving the body masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοσώματος — ον, Α 1. αυτός που αγαπά και περιποιείται το σώμα του («ἀνὴρ φιλοσώματος καλλωπίστριαν γυναῑκα ποιεῑ», Πλούτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοσώματον η φιλοσωματία*. επίρρ... φιλοσωμάτως Α με φιλοσωματία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + σώματος (< σῶμα,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»