-
1 φιλοσωμάτως
φιλοσώματοςloving the body: adverbialφιλοσώματοςloving the body: masc /fem acc pl (doric) -
2 φιλο-σώματος
φιλο-σώματος, den Leib liebend u. pflegend; Plat. Phaed. 68 b; vgl. Plut. conj. praec. p. 415; τὸ φ., = φιλοσωματία, gen. Socr. 23 M. – Adv. φιλοσωμάτως.
См. также в других словарях:
φιλοσωμάτως — Α επίρρ. βλ. φιλοσώματος … Dictionary of Greek
φιλοσωμάτως — φιλοσώματος loving the body adverbial φιλοσώματος loving the body masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοσώματος — ον, Α 1. αυτός που αγαπά και περιποιείται το σώμα του («ἀνὴρ φιλοσώματος καλλωπίστριαν γυναῑκα ποιεῑ», Πλούτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοσώματον η φιλοσωματία*. επίρρ... φιλοσωμάτως Α με φιλοσωματία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + σώματος (< σῶμα,… … Dictionary of Greek