-
1 φιλοσοφικός
η, ό[ν]1) философский; 2) перен. стоический; 3) равнодушный, апатичный;§ φιλοσοφική λίθος — философский камень
-
2 φιλοσοφικός
[философикос] εκ. философский.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φιλοσοφικός
-
3 φιλοσοφικός
[философикос] επ философский. -
4 φιλοσοφικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλοσοφικός
-
5 φιλοσοφικός
philosophique -
6 φιλοσοφικός
filozoficzny przym. -
7 φιλοσοφικός
filozofický -
8 φιλοσοφικός
philosophicalΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > φιλοσοφικός
-
9 philosophique
φιλοσοφικός -
10 filozofický
φιλοσοφικός -
11 philosophical
φιλοσοφικός -
12 filozoficzny
φιλοσοφικός -
13 φιλοσοφικώτερον
φιλοσοφικόςconcerned with: adverbial compφιλοσοφικόςconcerned with: masc acc comp sgφιλοσοφικόςconcerned with: neut nom /voc /acc comp sg -
14 φιλοσοφικούς
φιλοσοφικόςconcerned with: masc acc pl -
15 φιλοσοφική
φιλοσοφικόςconcerned with: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
16 φιλοσοφικήν
φιλοσοφικόςconcerned with: fem acc sg (attic epic ionic) -
17 φιλοσοφικώτερος
φιλοσοφικόςconcerned with: masc nom comp sg -
18 философский
-
19 φιλοσοφικών
-
20 φιλοσοφικῶν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
φιλοσοφικός — ή, ό / φιλοσοφικός, ή, όν, ΝΜΑ [φιλόσοφος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φιλοσοφία (α. «φιλοσοφική θεωρία» β. «φιλοσοφικός στοχασμός») νεοελλ. 1. αυτός που προσιδιάζει σε φιλόσοφο («φιλοσοφική απάθεια») 2. φρ. α) «φιλοσοφική ανθρωπολογία» η… … Dictionary of Greek
φιλοσοφικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φιλοσοφία, αυτός που είναι της φιλοσοφίας: Φιλοσοφική πραγματεία. 2. αυτός που ταιριάζει σε φιλόσοφο, αυτός που έχει μέσα του φιλοσοφικότητα (φιλοσοφική απάθεια, στωικότητα, εγκαρτέρηση) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλοσοφικώτερον — φιλοσοφικός concerned with adverbial comp φιλοσοφικός concerned with masc acc comp sg φιλοσοφικός concerned with neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακοσμία — Φιλοσοφικός όρος τον οποίο χρησιμοποίησε ο Αριστοτέλης για να δηλώσει την αναρχική κατάσταση των πόλεων της Κρήτης, όταν δεν υπήρχαν κόσμοι, όπως λέγονταν οι ανώτατοι άρχοντες στις κρητικές πόλεις. Στα νεότερα χρόνια τον όρο χρησιμοποίησε πρώτος… … Dictionary of Greek
φιλοσοφικῶν — φιλοσοφικός concerned with fem gen pl φιλοσοφικός concerned with masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγνωστικισμός — Φιλοσοφικός όρος που γεννήθηκε μέσα στην ατμόσφαιρα του θετικισμού και συγκεκριμένα μεταξύ των Άγγλων επιστημόνων και φιλοσόφων του δεύτερου μισού του 19ου αι. Ο όρος, που τον επινόησε ο Άγγλος φυσιοδίφης Χάξλεϊ το 1869 και τον χρησιμοποίησε… … Dictionary of Greek
αθεϊσμός — Φιλοσοφικός όρος ο οποίος αποδίδεται σε κάθε αντίληψη σχετικά με τον κόσμο και η οποία αρνείται κατά οποιονδήποτε τρόπο την ύπαρξη θεού. Ο Πλάτων στο έργο του Νόμοι θεωρεί ως κύρια μορφή α. τον υλισμό. Επειδή ο υλισμός θεωρεί πράγματι τον φυσικό… … Dictionary of Greek
αλογικός — Φιλοσοφικός όρος που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Σοπενάουερ και τον Χάρτμαν, ο οποίος χαρακτηρίζει οτιδήποτε βρίσκεται έξω από τα πλαίσια των κανόνων και των αρχών της λογικής, στην οποία υπάγονται από τον ανθρώπινο λόγο όσα έχουν… … Dictionary of Greek
αυτοσυνειδησία — Φιλοσοφικός όρος που σημαίνει την ικανότητα του ανθρώπου να γνωρίζει τον εαυτό του. Κατά τη νηπιακή ηλικία, όταν ο άνθρωπος αρχίζει να παρατηρεί συνειδητά τον γύρω κόσμο, έχει μια κάποια συναίσθηση του εαυτού του καθώς αντιλαμβάνεται, με την… … Dictionary of Greek
μεταφυσική — Φιλοσοφικός κλάδος, ο οποίος ασχολείται με υπεραισθητικές πραγματικότητες, προσεγγίζοντας τον υλικό κόσμο μέσα από το πρίσμα του πνεύματος. Η προέλευση του όρου μ. είναι περίεργη, γιατί προέρχεται από την τοποθέτηση των έργων του Αριστοτέλη που… … Dictionary of Greek
φιλοσοφικοῖς — φιλοσοφικός concerned with masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)