-
1 φιλοσοφική
φιλοσοφικόςconcerned with: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
2 διανόηση
[-ις (-εως)] η1) раздумывание, обдумывание; размышление; 2) образ мыслей;φιλοσοφική διανόηση — философский подход;
3) интеллигенция -
3 λίθος
ο 1. камень (тж. мед.);λίθος πειραϊκός — туф;
λίθαργός — каменная глыба;
(πολύτιμος) λίθ — драгоценный камень;
θεμέλιος λίθος — фундаментный камень;
ακρογωνιαίος λίθος прям., перен. — краеугольный камень;
§ δεν έμεινε λίθος επί λίθου — камня на камне не оставил;
κινώ πάντα λίθον — пускать в ход все средства;
2. (η):ηρακλεία λίθος — магнит;
λίθος καυστική — едкий калий;
λίθος κυανούς — медный купорос;
λίθος της κολάσεως — ляпис;
φιλοσοφική λίθος — философский камень;
λυδία λίθος — пробный камень
-
4 φιλοσοφικός
η, ό[ν]1) философский; 2) перен. стоический; 3) равнодушный, апатичный;§ φιλοσοφική λίθος — философский камень
См. также в других словарях:
φιλοσοφική λίθος — Κατά τους αλχημιστές, φανταστική ουσία ή πέτρα ικανή να μετατρέψει τα ατελή μέταλλα σε τέλεια. Ο Ρογήρος Mπέικον βεβαίωνε ότι ο αλχημιστής, με τη φιλοσοφική πέτρα ή το ελιξήριο, δεν προσπαθούσε παρά μόνο να επιταχύνει το έργο της φύσης, δηλαδή να … Dictionary of Greek
φιλοσοφική — φιλοσοφικός concerned with fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατομικισμός ή ατομοκρατία — Φιλοσοφική θεωρία που θεμελιώνει την κοινωνική ύπαρξη στην ατομική συνείδηση και βούληση και αποδίδει αποκλειστική αξία στα ιδιαίτερα δικαιώματα του ατόμου. Οι ρίζες της θεωρίας αυτής εντοπίζονται στα δόγματα των σοφιστών, των κυνικών, των… … Dictionary of Greek
ιδέα — Φιλοσοφική έννοια. Κατά την πρωταρχική της έννοια σημαίνει την ορατή μορφή, την όψη. Κατ’ επέκταση, ο όρος αναφέρεται γενικά στη μορφή, στο είδος και στο γένος. Στην καθημερινή χρήση της, η λέξη ι. υπονοεί καθετί που υπάρχει στον ανθρώπινο νου… … Dictionary of Greek
ενεργειοκρατία — Φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία το σύνολο των πνευματικών και φυσικών φαινομένων ανάγεται στην άυλη ιδιότητα της ενέργειας. Στο πλαίσιο της θεωρίας αυτής, απορρίπτεται η αυθυπαρξία της ύλης και αναγνωρίζεται το γίγνεσθαι ως πραγματικό… … Dictionary of Greek
εννοιοκρατία — Φιλοσοφική θεωρία που, σχετικά με τη διαπραγμάτευση των καθολικών εννοιών, τοποθετείται μεταξύ του μεσαιωνικού ρεαλισμού και του νομιναλισμού (ονοματοκρατία). Εμφανίστηκε τον 11o και τον 12o αι. ως τάση του πρώιμου σχολαστικισμού, επιχειρώντας να … Dictionary of Greek
εξελιξιαρχία — Φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία η μετάβαση από μία μορφή ζωής σε μία άλλη ερμηνεύει την υπόσταση τόσο της υλικής όσο και της κοινωνικής πραγματικότητας. Η άποψη για την εξελικτική υφή των όντων, που γνώρισε μεγάλη απήχηση κατά τον 19o αι … Dictionary of Greek
ευδαιμονισμός — Φιλοσοφική θεωρία η οποία παρουσιάζει ως σκοπό της ηθικής δράσης του ανθρώπου την επίτευξη της ευτυχίας. Ο ε. –αντίθετα από τον ηδονισμό με τον οποίο συχνά συγχέεται– αναφέρεται στην αναζήτηση της ευδαιμονίας με τη βοήθεια, σε μεγάλη κλίμακα,… … Dictionary of Greek
ιδεαλισμός — Φιλοσοφική αντίληψη που δέχεται ως πρωτεύουσα οντότητα το πνεύμα και υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει πραγματικότητα ανεξάρτητη από τη σκέψη. Υπό αυτή την έννοια ο ι. αντιτίθεται στον υλισμό, καθώς τείνει να αναγάγει το ον ή την πραγματικότητα σε μια… … Dictionary of Greek
ιντετερμινισμός — Φιλοσοφική θεωρία. Έλαβε την ονομασία αυτή από τη λατινική λέξη indeterminismus (= απροσδιοριστία). Σύμφωνα με τον ι., η ανθρώπινη βούληση είναι ελεύθερη, ανεπηρέαστη από εξωτερικά αίτια. * * * ο (φιλοσ.) φιλοσοφική θεωρία που υποστηρίζει ότι… … Dictionary of Greek
οπερασιονισμός — Φιλοσοφική θεωρία που ταυτίζει τη σημασία μιας έννοιας με ένα σύνολο πράξεων (operations). O o., του οποίου μεγαλύτερος θεωρητικός είναι ο Αμερικανός φυσικός Μπρίντζμαν, έχει τις ιστορικές του ρίζες στον πραγματιστικό εμπειρισμό. Στόχος της… … Dictionary of Greek