-
1 φιλοσκώμμων
φιλο-σκώμμων, ονος, Spott liebend, gern spottend -
2 φιλο-σκώπτης
φιλο-σκώπτης, ὁ, = φιλοσκώμμων; Arist. virt. bei Stob. Floril. 1, 9; Ath. XIV, 616; Plut. Dem. et Cic. 1.
См. также в других словарях:
φιλοσκώμμων — fond of scoffing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοσκώμμων — ον ΝΜΑ (στην νεοελλ. ως λόγιος τ.) αυτός που τού αρέσουν τα πειράγματα ή οι αστεϊσμοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + σκώμμων (< σκῶμμα «πείραγμα, αστεϊσμός»)] … Dictionary of Greek
φιλοσκώμμονα — φιλοσκώμμων fond of scoffing neut nom/voc/acc pl φιλοσκώμμων fond of scoffing masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοσκωμμόνων — φιλοσκώμμων fond of scoffing gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοσκωμμόνως — φιλοσκώμμων fond of scoffing adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοσκώμμονας — φιλοσκώμμων fond of scoffing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοσκώμμονες — φιλοσκώμμων fond of scoffing masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοσκώμμονι — φιλοσκώμμων fond of scoffing dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοσκώμμονος — φιλοσκώμμων fond of scoffing gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοσκώμμοσι — φιλοσκώμμων fond of scoffing dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοσκώμμοσιν — φιλοσκώμμων fond of scoffing dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)